- φυσίωμα
- φῠσί-ωμα, ατος, τό,A natural tendency, bent, Hipparch. ap.Stob.4.44.81 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυσίωμα — natural tendency neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίωμα — (I) ώματος, τὸ, Α [φυσιῶ (II)] φυσική τάση, έμφυτη κλίση. (II) ώματος, τὸ, Α [φυσιῶ (ΙΙ)] 1. το να είναι κάτι γεμάτο αέρα, φυσίωσις* (Ι) 2. μτφ. έπαρση, αλαζονεία, φούσκωμα … Dictionary of Greek
φυσιωμάτων — φυσίωμα natural tendency neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)